οπλοφορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοφορία οι οπλοφορίες
      γενική της οπλοφορίας των οπλοφοριών
    αιτιατική την οπλοφορία τις οπλοφορίες
     κλητική οπλοφορία οπλοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπλοφορία < (ελληνιστική κοινή) ὁπλοφορία < αρχαία ελληνική ὁπλοφόρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπλοφορία θηλυκό

ο κατηγορούμενος για την επίθεση βαρύνεται επιπλέον με τις κατηγορίες της οπλοφορίας και οπλοκατοχής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]