οπλοφόρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπλοφόρος < αρχαία ελληνική ὁπλοφόρος < ὅπλον + φέρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλοφόρος αρσενικό
- που έχει μαζί του (φέρει) όπλο
- ※ Το έγκλημα διαπράχθηκε (…) σε αρτοποιείο—ζαχαροπλαστείο, όπου προσέτρεξε η άτυχη γυναίκα, για να σωθεί από τον οπλοφόρο που την καταδίωξε. (www.efsyn.gr, 12.10.2022)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπλοφόρος
|