οπτασιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπτασιασμός οι οπτασιασμοί
      γενική του οπτασιασμού των οπτασιασμών
    αιτιατική τον οπτασιασμό τους οπτασιασμούς
     κλητική οπτασιασμέ οπτασιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπτασιασμός < ουσιαστικό από το ρήμα οπτασιάζομαι < οπτασία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπτασιασμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]