οπτική οξύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπτική οξύτητα → δείτε τις λέξεις οπτικός και οξύτητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
οπτική οξύτητα θηλυκό
- (ιατρική) ο βαθμός ευαισθησίας του οπτικού οργάνου (του ματιού), η μέτρηση της ικανότητας του ματιού να διακρίνει λεπτομέρειες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπτική οξύτητα