οπτιμισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπτιμισμός οι οπτιμισμοί
      γενική του οπτιμισμού των οπτιμισμών
    αιτιατική τον οπτιμισμό τους οπτιμισμούς
     κλητική οπτιμισμέ οπτιμισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οπτιμισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική optimisme

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οπτιμισμός αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]