οπτογενετική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπτογενετική | ||
γενική | της | οπτογενετικής | ||
αιτιατική | την | οπτογενετική | ||
κλητική | οπτογενετική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- οπτογενετική < οπτο- (οπτικός) + γενετική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική optogenetics
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπτογενετική θηλυκό (ιατρική), (γενετική)
- εισαγωγή ιού σε νευρώνες για ενσωμάτωση κώδικα DNA και παραγωγή οπτενεργών πρωτεϊνών για μελλοντική φωτεινή διέγερση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπτογενετική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Γενετική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)