οπτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπτός < αρχαία ελληνική ὀπτός < ἕψω (βράζω)
Επίθετο[επεξεργασία]
οπτός
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπτός