οπτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οπτός | η | οπτή | το | οπτό |
γενική | του | οπτού | της | οπτής | του | οπτού |
αιτιατική | τον | οπτό | την | οπτή | το | οπτό |
κλητική | οπτέ | οπτή | οπτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οπτοί | οι | οπτές | τα | οπτά |
γενική | των | οπτών | των | οπτών | των | οπτών |
αιτιατική | τους | οπτούς | τις | οπτές | τα | οπτά |
κλητική | οπτοί | οπτές | οπτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπτός - συγκρίνετε με το διαλεκτικό οφτός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πτός
Επίθετο
[επεξεργασία]οπτός, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λόγια λέξη για το ψημένος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- οπτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οπτός, οφτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)