οπόσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπόσος < αρχαία ελληνική ὁπόσος < ὁ- + πόσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈpo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πό‐σος
Αντωνυμία[επεξεργασία]
οπόσος, -η, -ον (λόγιο)
- όσος
- πόσο μεγάλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπόσος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)