οραματιστή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]οραματιστή
- οραματιστής, στη γενική του ενικού
- οραματιστής, στην αιτιατική του ενικού
- οραματιστής, στην κλητική του ενικού