οργάνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οργάνωση | οι | οργανώσεις |
γενική | της | οργάνωσης* | των | οργανώσεων |
αιτιατική | την | οργάνωση | τις | οργανώσεις |
κλητική | οργάνωση | οργανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οργανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργάνωση < ελληνιστική κοινή ὀργάνωσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική organisation)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oɾˈɣa.no.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οργάνωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οργανώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- οργανωσιακός
- → δείτε τη λέξη οργανώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργάνωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)