οργανική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργανική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οργανικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οργανική θηλυκό
- (γλωσσολογία) η πτώση που χρησιμοποιείται όταν το αντικείμενο της πρότασης αποτελεί μέσο ή όργανο για τη δράση του ρήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργανική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]οργανική