οργανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργανικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀργανικός (< ὄργανον)
- για σύγχρονες σημασίες < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική organique
- για τη μουσική & τη γραμματική σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική instrumental [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oɾ.ɣa.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γα‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]οργανικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή έχει σχέση με τα όργανα του σώματος
- ↪ οργανική διαταραχή (ενός οργάνου του σώματος)
- (χημεία) που περιέχει ή αναφέρεται στον άνθρακα
- (γραμματική)
- ↪ οργανική δοτική ή δοτική του οργάνου
- βιολογικός, που γίνεται κατά κανόνα με σχετικά φυσικά μέσα
- ↪ οργανική καλλιέργεια: γεωργία που γίνεται με φυσικά μέσα, χωρίς χημικά λιπάσματα και παρασιτοκτόνα
- ↪ οργανική κτηνοτροφία: κτηνοτροφία που γίνεται χωρίς αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών ή άλλων φαρμάκων, και τα ζώα τρέφονται με τις φυσικές τους τροφές
- που αποτελεί βασικό ή θεμελιώδες στοιχείο ενός συνόλου
- (μουσική) που εκτελείται από μουσικά όργανα, σε αντιδιαστολή με το φωνητικός (από ανθρώπινες φωνές)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- οργανική θέση: θέση στη δημόσια διοίκηση που προβλέπεται να καλύπτεται από μόνιμο υπάλληλο για πάγιες και διαρκείς ανάγκες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη όργανο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργανικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ οργανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)