οργανογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organography + -ία < αρχαία ελληνική ὄργανον + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργανογραφία θηλυκό
- (βιολογία) η επιστημονική περιγραφή της δομής και της λειτουργίας των οργάνων των ζώντων οργανισμών
- (μουσική) η μελέτη των μουσικών οργάνων
- Υπερώνυμα: μουσικολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οργανογραφικός
- → δείτε τις λέξεις όργανο και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)