οργανοληπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανοληπτικός η οργανοληπτική το οργανοληπτικό
      γενική του οργανοληπτικού της οργανοληπτικής του οργανοληπτικού
    αιτιατική τον οργανοληπτικό την οργανοληπτική το οργανοληπτικό
     κλητική οργανοληπτικέ οργανοληπτική οργανοληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανοληπτικοί οι οργανοληπτικές τα οργανοληπτικά
      γενική των οργανοληπτικών των οργανοληπτικών των οργανοληπτικών
    αιτιατική τους οργανοληπτικούς τις οργανοληπτικές τα οργανοληπτικά
     κλητική οργανοληπτικοί οργανοληπτικές οργανοληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οργανοληπτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οργανοληπτικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]