οργανολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργανολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική organologie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organology[1] < αρχαία ελληνική ὄργανον + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οργανολογία θηλυκό
- (μουσική) η συστηματική μελέτη των μουσικών οργάνων σε σχέση με τις κατασκευαστικές τεχνικές, την ιστορία, την πολιτισμική παρέμβαση κ.λπ.
- (τεχνολογία) η κατασκευή και χρήση συσκευών ή οργάνων με τα οποία εκτελούνται μετρήσεις ακριβείας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- οργανολογικός
- → δείτε τις λέξεις όργανο και λέγω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργανολογία
- ↑ 1,0 1,1 οργανολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)