οργανοφωσφορικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργανοφωσφορικός < οργανικός + -ο- + φωσφορικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική organophosphorous[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική organophosphoré[1])
Επίθετο
[επεξεργασία]οργανοφωσφορικός, -ή, -ό
- (χημεία) που αναφέρεται σε μια κατηγορία οργανικών ενώσεων που περιέχουν άτομα φωσφόρου (P) συνδεδεμένα με άνθρακα (C), γνωστές για τη χρήση τους σε παρασιτοκτόνα, νευροτοξικούς παράγοντες και άλλες βιομηχανικές εφαρμογές και που λόγω της χημικής τους δραστηριότητας πολλές απ’ αυτές είναι τοξικές για έντομα, ζώα και ενίοτε τον άνθρωπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργανοφωσφορικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 οργανοφωσφορικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)