οργανωτικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οργανωτικοποίηση | οι | οργανωτικοποιήσεις |
γενική | της | οργανωτικοποίησης | των | οργανωτικοποιήσεων |
αιτιατική | την | οργανωτικοποίηση | τις | οργανωτικοποιήσεις |
κλητική | οργανωτικοποίηση | οργανωτικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανωτικοποίηση < οργανωτικός + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργανωτικοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανωτικοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)