οργανώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανώνω < όργανο + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική organiser)
Ρήμα[επεξεργασία]
οργανώνω (παθητική φωνή: οργανώνομαι)
- πραγματοποιώ κάτι έχοντας προηγουμένως σκεφτεί πολύ προσεκτικά κι έχοντας φροντίσει να γίνει σωστά
- Ο Γιάννης οργάνωσε ένα πάρτι στο σπίτι του για τα γενέθλιά του.
[επεξεργασία]
- αδιοργάνωτος
- αναδιοργανωμένος
- αναδιοργανώνω
- αναδιοργάνωση
- αναδιοργανωτής
- αναδιοργανωτικός
- ανοργανωσιά
- ανοργάνωτα
- ανοργάνωτος
- ανοργανωτικός
- αποδιοργανωμένος
- αποδιοργανώνω
- αποδιοργάνωση
- αποδιοργανωτικός
- διοργανωμένος
- διοργανώνω
- διοργάνωση
- διοργανωτικά
- διοργανωτικός
- διοργανωτής
- διοργανώτρια
- μηχανοργάνωση
- οργανωμένα
- οργανωμένος
- οργανωτής
- οργανωτικά
- οργανωτικός
- οργανωμένος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οργανώνω | οργάνωνα | θα οργανώνω | να οργανώνω | οργανώνοντας | |
β' ενικ. | οργανώνεις | οργάνωνες | θα οργανώνεις | να οργανώνεις | οργάνωνε | |
γ' ενικ. | οργανώνει | οργάνωνε | θα οργανώνει | να οργανώνει | ||
α' πληθ. | οργανώνουμε | οργανώναμε | θα οργανώνουμε | να οργανώνουμε | ||
β' πληθ. | οργανώνετε | οργανώνατε | θα οργανώνετε | να οργανώνετε | οργανώνετε | |
γ' πληθ. | οργανώνουν(ε) | οργάνωναν οργανώναν(ε) |
θα οργανώνουν(ε) | να οργανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οργάνωσα | θα οργανώσω | να οργανώσω | οργανώσει | ||
β' ενικ. | οργάνωσες | θα οργανώσεις | να οργανώσεις | οργάνωσε | ||
γ' ενικ. | οργάνωσε | θα οργανώσει | να οργανώσει | |||
α' πληθ. | οργανώσαμε | θα οργανώσουμε | να οργανώσουμε | |||
β' πληθ. | οργανώσατε | θα οργανώσετε | να οργανώσετε | οργανώστε | ||
γ' πληθ. | οργάνωσαν οργανώσαν(ε) |
θα οργανώσουν(ε) | να οργανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οργανώσει | είχα οργανώσει | θα έχω οργανώσει | να έχω οργανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οργανώσει | είχες οργανώσει | θα έχεις οργανώσει | να έχεις οργανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει οργανώσει | είχε οργανώσει | θα έχει οργανώσει | να έχει οργανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οργανώσει | είχαμε οργανώσει | θα έχουμε οργανώσει | να έχουμε οργανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οργανώσει | είχατε οργανώσει | θα έχετε οργανώσει | να έχετε οργανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οργανώσει | είχαν οργανώσει | θα έχουν οργανώσει | να έχουν οργανώσει |
|