οργανώσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανώσιμος η οργανώσιμη το οργανώσιμο
      γενική του οργανώσιμου της οργανώσιμης του οργανώσιμου
    αιτιατική τον οργανώσιμο την οργανώσιμη το οργανώσιμο
     κλητική οργανώσιμε οργανώσιμη οργανώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανώσιμοι οι οργανώσιμες τα οργανώσιμα
      γενική των οργανώσιμων των οργανώσιμων των οργανώσιμων
    αιτιατική τους οργανώσιμους τις οργανώσιμες τα οργανώσιμα
     κλητική οργανώσιμοι οργανώσιμες οργανώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οργανώσιμος < οργανώνω + -σιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

οργανώσιμος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]