οργανώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οργανώσιμος, -η, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανώσιμος
|
οργανώσιμος, -η, -ο
|