οργισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οργίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]οργισμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργισμένος
|