οργώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾˈɣo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γώ‐νο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
οργώνομαι, π.αόρ.: οργώθηκα, μτχ.π.π.: οργωμένος, (ενεργ.: οργώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος οργώνω → δείτε και την κλίση