οργώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οργωνω
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργώνω < μεσαιωνική ελληνική οργώνω < όργον < αρχαία ελληνική ὀργάω < ὀργή < ἔρδω < πρωτοελληνική *wérďō < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wérǵ-ye- < *werǵ- (κάνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
οργώνω (παθητική φωνή: οργώνομαι)
- δημιουργώ παράλληλα βαθιά αυλάκια σε ένα χωράφι πριν τη σπορά με σκοπό να ανακατέψω και να αερίσω το χώμα
- έζεψαν τα βόδια στο αλέτρι και άρχισαν να οργώνουν
- (μεταφορικά) διασχίζω πολλές φορές μια έκταση
- ο γερο-ναυτικός είχε οργώσει τις θάλασσες
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οργώνω | όργωνα | θα οργώνω | να οργώνω | οργώνοντας | |
β' ενικ. | οργώνεις | όργωνες | θα οργώνεις | να οργώνεις | όργωνε | |
γ' ενικ. | οργώνει | όργωνε | θα οργώνει | να οργώνει | ||
α' πληθ. | οργώνουμε | οργώναμε | θα οργώνουμε | να οργώνουμε | ||
β' πληθ. | οργώνετε | οργώνατε | θα οργώνετε | να οργώνετε | οργώνετε | |
γ' πληθ. | οργώνουν(ε) | όργωναν οργώναν(ε) |
θα οργώνουν(ε) | να οργώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | όργωσα | θα οργώσω | να οργώσω | οργώσει | ||
β' ενικ. | όργωσες | θα οργώσεις | να οργώσεις | όργωσε | ||
γ' ενικ. | όργωσε | θα οργώσει | να οργώσει | |||
α' πληθ. | οργώσαμε | θα οργώσουμε | να οργώσουμε | |||
β' πληθ. | οργώσατε | θα οργώσετε | να οργώσετε | οργώστε | ||
γ' πληθ. | όργωσαν οργώσαν(ε) |
θα οργώσουν(ε) | να οργώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οργώσει | είχα οργώσει | θα έχω οργώσει | να έχω οργώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οργώσει | είχες οργώσει | θα έχεις οργώσει | να έχεις οργώσει | ||
γ' ενικ. | έχει οργώσει | είχε οργώσει | θα έχει οργώσει | να έχει οργώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οργώσει | είχαμε οργώσει | θα έχουμε οργώσει | να έχουμε οργώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οργώσει | είχατε οργώσει | θα έχετε οργώσει | να έχετε οργώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οργώσει | είχαν οργώσει | θα έχουν οργώσει | να έχουν οργώσει |
|