οργώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οργώσιμος, -η, -ο
- που οργώνεται εύκολα, που μπορεί να οργωθεί
- → χρειάζεται παράθεμα: 3 παραθέματα βάσει του Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης
- ≈ συνώνυμα: καλλιεργήσιμος
- ≠ αντώνυμα: ανόργωτος