ορθογένεση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορθογένεση | οι | ορθογενέσεις |
| γενική | της | ορθογένεσης* | των | ορθογενέσεων |
| αιτιατική | την | ορθογένεση | τις | ορθογενέσεις |
| κλητική | ορθογένεση | ορθογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ορθογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /or.θoˈɣe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθογένεση θηλυκό
- (βιολογία) παρωχημένη βιολογική υπόθεση ότι οι οργανισμοί έχουν μια έμφυτη τάση να εξελίσσονται σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, προς κάποιο στόχο ακολουθώντας προκαθορισμένα στάδια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
orthogenesis στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθογένεση
- 1 2 3 ορθογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)