ορθογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀρθογράφος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ορθογράφος οι ορθογράφοι
      γενική του/της ορθογράφου των ορθογράφων
    αιτιατική τον/την ορθογράφο τους/τις ορθογράφους
     κλητική ορθογράφε ορθογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρθογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε ορθο- + -γράφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oɾ.θoˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐θο‐γρά‐φος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορθογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]