ορθογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθογραφικός < ελληνιστική κοινή ὀρθογραφικός[1] < ὀρθογραφία < αρχαία ελληνική ὀρθός + γράφω
Επίθετο
[επεξεργασία]ορθογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ορθογραφία ή τον ορθογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθογραφικός
- ↑ ορθογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας