ορθογραφικό δάνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ορθογραφικός, ορθογραφία και δάνειο
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ορθογραφικό δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) λέξεις δανεισμένες από τη γραφή τους στη δανείστρια γλώσσα και όχι από την προφορά τους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γλωσσικό δάνειο: για τους λοιπούς γλωσσολογικούς όρους που σχετίζονται με τα γλωσσικά δάνεια
- λήμματα-ορθογραφικά δάνεια στο Βικιλεξικό
- λήμματα-ορθογραφικά δάνεια στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος "Τριανταφυλλίδη". Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθογραφικό δάνειο
[επεξεργασία]
- ↑ Πετρούνιας, Ευάγγελος. "Εισαγωγή: Ετυμολογία" στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος "Τριανταφυλλίδη". Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα.