ορθογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθογραφώ < ελληνιστική κοινή ὀρθογραφέω / ὀρθογραφῶ[1] < ὀρθογράφος < αρχαία ελληνική ὀρθός + γράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

ορθογραφώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]