ορθομετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθομετρικός η ορθομετρική το ορθομετρικό
      γενική του ορθομετρικού της ορθομετρικής του ορθομετρικού
    αιτιατική τον ορθομετρικό την ορθομετρική το ορθομετρικό
     κλητική ορθομετρικέ ορθομετρική ορθομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθομετρικοί οι ορθομετρικές τα ορθομετρικά
      γενική των ορθομετρικών των ορθομετρικών των ορθομετρικών
    αιτιατική τους ορθομετρικούς τις ορθομετρικές τα ορθομετρικά
     κλητική ορθομετρικοί ορθομετρικές ορθομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθομετρικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ορθομετρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]