ορθοπυριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό, εγχειρίδιο ή κείμενο. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοπυριτικός < ? + πυριτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ορθοπυριτικός, -ή, -ό,
- (ορυκτολογία) ο σχετικός με χαρακτηριστική μορφή του πυρίτη → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ↪ ορθοπυριτικό ορυκτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοπυριτικός
|