ορθοσιγμοειδοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοσιγμοειδοσκόπηση < ορθό + -ο- + σιγμοειδές + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rectosigmoidoscopy)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθοσιγμοειδοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση του ορθού και του σιγμοειδούς με ενδοσκόπιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθοσιγμοειδοσκόπηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)