ορθοτροπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοτροπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthotropism < αρχαία ελληνική ὀρθός + τρόπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοτροπισμός αρσενικό
- (βοτανική) η ανάπτυξη των φυτών σε κατακόρυφη διάταξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοτροπισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)