ορθοφρονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀρθόφρων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθοφρονώ < μεσαιωνική ελληνική ορθοφρονώ < αρχαία ελληνική ὀρθόφρων < ὀρθός + φρονέω < φρήν

Ρήμα[επεξεργασία]

ορθοφρονώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]