ορθωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορθώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ορθωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ορθώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθωμένος
|