ορθόδοξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθόδοξη | οι | ορθόδοξες |
γενική | της | ορθόδοξης | των | ορθόδοξων & ορθοδόξων |
αιτιατική | την | ορθόδοξη | τις | ορθόδοξες |
κλητική | ορθόδοξη | ορθόδοξες | ||
Δείτε και την κλίση του επιθέτου ορθόδοξος | ||||
Κατηγορία όπως «διανοούμενη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθόδοξη < ορθόδοξ(ος) + -η
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθόδοξη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθόδοξη
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ορθόδοξη