ορθός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθός < αρχαία ελληνική ὀρθός < ϝορθϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *worHdʰ- < *h₃er- (σηκώνω) + *dʰeh₁- (τοποθετώ)
Επίθετο[επεξεργασία]
ορθός, -ή, -ό