ορθώνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθώνω < αρχαία ελληνική ὀρθόω / ὀρθῶ + -ώνω < ὀρθός < ϝορθϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *worHdʰ- < *h₃er- (σηκώνω) + *dʰeh₁- (τοποθετώ) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική lever)
Ρήμα
[επεξεργασία]ορθώνω (παθητική φωνή: ορθώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ορθώνω το ανάστημά μου: (μεταφορικά) αντιστέκομαι
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ορθώνω | όρθωνα | θα ορθώνω | να ορθώνω | ορθώνοντας | |
| β' ενικ. | ορθώνεις | όρθωνες | θα ορθώνεις | να ορθώνεις | όρθωνε | |
| γ' ενικ. | ορθώνει | όρθωνε | θα ορθώνει | να ορθώνει | ||
| α' πληθ. | ορθώνουμε | ορθώναμε | θα ορθώνουμε | να ορθώνουμε | ||
| β' πληθ. | ορθώνετε | ορθώνατε | θα ορθώνετε | να ορθώνετε | ορθώνετε | |
| γ' πληθ. | ορθώνουν(ε) | όρθωναν ορθώναν(ε) |
θα ορθώνουν(ε) | να ορθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | όρθωσα | θα ορθώσω | να ορθώσω | ορθώσει | ||
| β' ενικ. | όρθωσες | θα ορθώσεις | να ορθώσεις | όρθωσε | ||
| γ' ενικ. | όρθωσε | θα ορθώσει | να ορθώσει | |||
| α' πληθ. | ορθώσαμε | θα ορθώσουμε | να ορθώσουμε | |||
| β' πληθ. | ορθώσατε | θα ορθώσετε | να ορθώσετε | ορθώστε | ||
| γ' πληθ. | όρθωσαν ορθώσαν(ε) |
θα ορθώσουν(ε) | να ορθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ορθώσει | είχα ορθώσει | θα έχω ορθώσει | να έχω ορθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ορθώσει | είχες ορθώσει | θα έχεις ορθώσει | να έχεις ορθώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ορθώσει | είχε ορθώσει | θα έχει ορθώσει | να έχει ορθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ορθώσει | είχαμε ορθώσει | θα έχουμε ορθώσει | να έχουμε ορθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ορθώσει | είχατε ορθώσει | θα έχετε ορθώσει | να έχετε ορθώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ορθώσει | είχαν ορθώσει | θα έχουν ορθώσει | να έχουν ορθώσει |
| |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ρήματα σε -ώνω
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)