οριγκάμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οριγκάμι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 折り紙 (origami) ((折り(ori)= διπλώνω + 紙(gami)=χαρτί))

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οριγκάμι ουδέτερο άκλιτο

  • η καλλιτεχνία του διπλώματος χαρτιού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]