οριοθετημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οριοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οριοθετώ
Μετοχή
[επεξεργασία]οριοθετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οριοθετώ
οριοθετημένος, -η, -ο