ορμήνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορμήνια οι ορμήνιες
      γενική της ορμήνιας
    αιτιατική την ορμήνια τις ορμήνιες
     κλητική ορμήνια ορμήνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορμήνια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορμήνια θηλυκό

  1. γνώμη που δίνεται σε κάποιον για το τι πρέπει να κάνει
  2. συμβουλή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]