ορμογόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορμογόνος η ορμογόνος
ορμογόνα
το ορμογόνο
      γενική του ορμογόνου της ορμογόνου
ορμογόνας
του ορμογόνου
    αιτιατική τον ορμογόνο την ορμογόνο
ορμογόνα
το ορμογόνο
     κλητική ορμογόνε ορμογόνε
ορμογόνα
ορμογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορμογόνοι οι ορμογόνοι
ορμογόνες
τα ορμογόνα
      γενική των ορμογόνων των ορμογόνων των ορμογόνων
    αιτιατική τους ορμογόνους τις ορμογόνους
ορμογόνες
τα ορμογόνα
     κλητική ορμογόνοι ορμογόνοι
ορμογόνες
ορμογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορμογόνος < ορμο(νη) + -ο- + -γόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

ορμογόνος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]