Μετάβαση στο περιεχόμενο

ορμόνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορμόνη οι ορμόνες
      γενική της ορμόνης των ορμονών
    αιτιατική την ορμόνη τις ορμόνες
     κλητική ορμόνη ορμόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορμόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hormone < αρχαία ελληνική ὁρμή + -όνη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oɾˈmo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορμόνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ορμόνη θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ορμή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]