ορνιθοκρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
ορνιθοκρίτης < ορνιθο- ( < όρνιθα ) + -κρίτης ( < κριτής )
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ο, η ορνιθοκρίτης (el) αρσενικό ή θηλυκό
- μάντης που εξετάζει εντόσθια πτηνών (πχ. πετεινών)