ορνιθόρρυγχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορνιθόρρυγχος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ορνιθόρρυγχος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που έχει ορνιθόμορφο ρύγχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορνιθόρρυγχος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορνιθόρρυγχος
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)