οροαιματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οροαιματώδης < ορός + -ο- + αιματώδης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serosanguineous)
Επίθετο[επεξεργασία]
οροαιματώδης
- (ιατρική) που αποτελείται από πλάσμα αίματος και λευκά αιμοσφαίρια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροαιματώδης
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)