ορογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορογραφία θηλυκό
- ορεογραφία
- (στον κλάδο της ορολογίας) μέρος της ορολογικής εργασίας που αφορά την εγγραφή και παρουσίαση των ορολογικών δεδομένων
- Τα ορολογικά δεδομένα μπορούν να παρουσιάζονται με τη μορφή βάσεων όρων, γλωσσαρίων, θησαυρών ή άλλων δημιοσιευμάτων.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Στην Ορολογία