ορογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορογραφικός η ορογραφική το ορογραφικό
      γενική του ορογραφικού της ορογραφικής του ορογραφικού
    αιτιατική τον ορογραφικό την ορογραφική το ορογραφικό
     κλητική ορογραφικέ ορογραφική ορογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορογραφικοί οι ορογραφικές τα ορογραφικά
      γενική των ορογραφικών των ορογραφικών των ορογραφικών
    αιτιατική τους ορογραφικούς τις ορογραφικές τα ορογραφικά
     κλητική ορογραφικοί ορογραφικές ορογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορογραφικός < ορογραφ-ία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ορογραφικός


  1. που έχει σχέση με την ορογραφία
    ορογραφικό σύνορο


Μεταφράσεις[επεξεργασία]