οροσειρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Οροσειρές

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οροσειρά οι οροσειρές
      γενική της οροσειράς των οροσειρών
    αιτιατική την οροσειρά τις οροσειρές
     κλητική οροσειρά οροσειρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οροσειρά στη Νέα Ζηλανδία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οροσειρά < (όρος) ορο- + σειρά, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mountain range [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾo.siˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρο‐σει‐ρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οροσειρά θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]