οροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οροφή οι οροφές
      γενική της οροφής των οροφών
    αιτιατική την οροφή τις οροφές
     κλητική οροφή οροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οροφή < αρχαία ελληνική ὀροφή < ἐρέφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾoˈfi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οροφή θηλυκό

  1. η οριζόντια επιφάνεια που καθορίζει εσωτερικά έναν χώρο
  2. το ανώτερο μέρος ενός οικοδομήματος
  3. (αεροπορία) το υψηλότερο μέρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

ανώτερος εσωτερικός χώρος

ανώτερο μέρος οικοδομήματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]