οροφιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οροφιαίος < ελληνιστική (ὸροφιαῖος) < ὀροφή
Επίθετο[επεξεργασία]
οροφιαίος, -α, -ο
- αυτός που αφορά την οροφή ενός οικοδομήματος
- (μεταφορικά) αυτός που αφορά το ανώτερο μέρος ενός αντικειμένου ή μιας ιδέας
- ο οροφιαίος πυρήνας της παρεγκεφαλίδας
- οροφιαία τιμή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροφιαίος
|